διακολυμβώ
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek Monolingual
διακολυμβώ, (-άω) (Α)
περνάω κολυμπώντας στην απέναντι ακτή ή όχθη.
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
διακολυμβώ, (-άω) (Α)
περνάω κολυμπώντας στην απέναντι ακτή ή όχθη.