διαλαλητής

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

ο (θηλ. διαλαλήτρια και διαλαλήτρα, η) (Μ διαλαλητής) διαλαλώ
1. ο δημόσιος κήρυκας, ντελάλης
2. διαδοσίας.