διαλελαμμένος

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. ion. de διαλαμβάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαλελαμμένος ptc. perf. m. van διαλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

διαλελαμμένος: ион., διαλελημμένος атт. part. pf. pass. к διαλαμβάνω.