διαπήδηση
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Greek Monolingual
η (Α διαπήδησις, -εως) διαπηδώ
αναπήδηση
αρχ.
κυκλοφορία του αίματος μέσω τών ιστών.
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
η (Α διαπήδησις, -εως) διαπηδώ
αναπήδηση
αρχ.
κυκλοφορία του αίματος μέσω τών ιστών.