διαπηδώ

From LSJ

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508

Greek Monolingual

(Α διαπηδῶ, -άω)
1. πηδώ μέσα από κάτι
2. διαρρέω, εκρέω διά μέσου.