διαπεριπατέω
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
keep walking about, Ath.4.157e, 12.539c.
Spanish (DGE)
pasear de un lado a otro, deambular Σωκράτης δὲ καὶ πολλάκις κατελαμβάνετο διαπεριπατῶν ... πρὸ τῆς οἰκίας Ath.157e, cf. 539c, Eust.868.9.
German (Pape)
[Seite 594] überall umhergehen, Ath. IV, 157 e XII, 539 c.
Greek (Liddell-Scott)
διαπεριπᾰτέω: πηγαίνω καὶ ἔρχομαι περιπατῶν, Ἀθήν. 157Ε, κλ.