διαπρεπῶς

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec distinction, avec éclat.
Étymologie: διαπρεπής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπρεπῶς adv. van διαπρεπής.

Russian (Dvoretsky)

διαπρεπῶς: превосходно, великолепно, отменно (χρυσῷ δ. ἠσκημένα ὅπλα Plut.).

Spanish

espléndidamente, magníficamente