διασαικωνίζω
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
v. διασαλακωνίζω.
Spanish (DGE)
glos. a σαικωνίσαι Hsch.
Russian (Dvoretsky)
διασαικωνίζω: Arph. v.l. = διασαλακωνίζω.