διασπαστικός
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
-ή, -όν
discordante glos. a διχόφρων Sch.A.Th.899e.
-ή, -ό
αυτός που προκαλεί διάσπαση ή αναφέρεται σ' αυτήν.