διαφώτιση

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

η (AM διαφώτισις)
διευκρίνηση, διασάφηση
νεοελλ.
διαφωτισμός
μσν.
φώτισηιδού με την διαφώτισιν του νου να καταπιάνης να βρης πολλές τες μαστοριές», Μαρίνος Φαλιέρος).