διαφώτιστος

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ημιδιαφανής
2. φυσ. το ουδ. ως ουσ. το διαφώτιστο
ιδιότητα τών διαφώτιστων σωμάτων.