διαχείριση

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΝ) και διαχειρισμός, ο (Α)
διεύθυνση, διοίκηση, επιστασία
νεοελλ.
ειδική υπηρεσία που διαχειρίζεται χρήματα ή υλικά.