διαχειριστής

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ίστρια)
1. αυτός που διαχειρίζεται κάτι, ιδίως ξένη περιουσία
2. υπάλληλος επιφορτισμένος με τη διαχείριση χρημάτων ή υλικού.