διεξαμείβω

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Spanish (DGE)

atravesar, sobrepasar en v. pas. ᾧ βίου μόνα ἐτῶν διεξάμειπτο διπλόα δεκάς IG 12(8).441.11 (Tasos II/I a.C.).