Ὠς χαρίεν ἔστʹ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾗ → What a fine thing a human is, when truly human!
ηάνοιγμα, πλάτεμα, επέκταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < διευρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].