διεύρυνση

From LSJ
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

η
άνοιγμα, πλάτεμα, επέκταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διευρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].