δικάρανος

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικάρανος Medium diacritics: δικάρανος Low diacritics: δικάρανος Capitals: ΔΙΚΑΡΑΝΟΣ
Transliteration A: dikáranos Transliteration B: dikaranos Transliteration C: dikaranos Beta Code: dika/ranos

English (LSJ)

Doric for δικάρηνος.

Russian (Dvoretsky)

δικάρᾱνος: дор. = δικάρηνος.