δικτατορικός

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δικτάτορα
2. αυταρχικός, αυθαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κωνν. Σάθα].