διφθεροποιός
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Grafía: graf. -πύς
talabartero o curtidor de vitelas, MAMA 6.44 (Colosas), Gloss.3.371.
Greek Monolingual
ο
τεχνίτης που κατεργάζεται διφθέρες.