διχορρόπως
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière incertaine.
Étymologie: δίχα, ῥέπω.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
διχορρόπως: колеблясь, в нерешительности: μὴ διχορρόπως Aesch. без колебаний, твердо.