διύλισις
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
-εως, ἡ, filtering, refining, purifying, Suid.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ acción de filtrar, de purificar Sud.
German (Pape)
[Seite 644] ἡ, das Durchseihen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
διύλῐσις: -εως, ἡ, στράγγισμα, καθάρισμα, «λαγάρισμα», Σουΐδ.