δορήιος

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288

Greek (Liddell-Scott)

δορήιος: -α, -ον, (δόρυ) ξύλινος, Ἀνθ. Π. 15. 14.

Greek Monolingual

δορήιος, -α, -ον (Α)
ξύλινος.

Middle Liddell

δορήϊος, η, ον adj δόρυ
wooden, Anth.