Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
δορήιος: -α, -ον, (δόρυ) ξύλινος, Ἀνθ. Π. 15. 14.
δορήιος, -α, -ον (Α)ξύλινος.
δορήϊος, η, ον adj δόρυwooden, Anth.