δορατίζομαι
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
English (LSJ)
fight with spears, Hsch., EM284.15.
German (Pape)
[Seite 658] med., mit dem Speere kämpfen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δορᾰτίζομαι: μάχομαι διὰ δοράτων, Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ. 284. 15.