δουλομαχία
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
ἡ, servile war, Lyd. Ost.34.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
guerra de esclavos εἰ βροντήσῃ, δ. ἔσται Lyd.Ost.34.
German (Pape)
[Seite 661] ἡ, Sklavenkrieg, Io. Lyd.
Greek (Liddell-Scott)
δουλομᾰχία: ἡ, πόλεμος δούλων, Ἰω. Λυδ. π. Διοσημ. 34.
Greek Monolingual
δουλομαχία, η (Α)
ο πόλεμος τών δούλων.