δουλόφρων

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

German (Pape)

[Seite 662] ονος, = δουλογνώμων, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

δουλόφρων: -ον, δουλικὸν φρόνημα ἔχων, Εὐστ. Πονημ. 310. 35· πρβλ. οὐλόφρων.

Russian (Dvoretsky)

δουλόφρων: 2, gen. ονος с рабским образом мышления (Aesch. - v. l. οὐλόφρων).