δουλώνω

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source

Greek Monolingual

(AM δουλῶ, -όω)
υποδουλώνω, υποτάσσω, σκλαβώνω
μσν.- νεοελλ.
(για ακίνητα) υποθηκεύω
νεοελλ.
κάνω κάποιον υποχείριο, υποτελή
μσν.
1. (για γυναίκα) υποτάσσομαι στον άντρα
2. υπηρετώ, δουλεύω σε κάποιον
αρχ.
καταβάλλω, δεσμεύω, ταπεινώνω.