δρακοντιά
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
Greek Monolingual
η και δρακόντιο, το (Α δρακοντία, η)
βοτ. ονομασία του φυτού δρακούνκουλος ο κοινός, φιδόχορτο.
Translations
Dracunculus vulgaris
Arabic: لُوف الحَيّة, لُوف الجَعْد, لُوف جَعْدِيّ, لُوف أَرْقَط, لُوف كَبِير, صَرَّاخَة, فِيلْجُوش, طُرْقُنْطِيَة / طَرْقِنْطِيَة, خُبْز الْغُرَاب, دْرَاقُنْطِيُون, قُلُبْرِيَالَّة; Catalan: dragoneta, colobra, dragontina, dragontea, serpentària; Finnish: kreikanlohikäärmevehka; French: gouet, serpentine / serpentaine / serpentaire, coulevrée; German: Drachenwurz; Greek: δρακοντιά; Ancient Greek: ἀγχομανές, ἄμι ἄγριον, ἄρον, ἀρωνία, ἀσκληπιάς, αὔγειον, ἄφρισσα, δορκάδιον, δρακοντία μεγάλη, δρακόντιον; Latin: dracunculus, colubrina, serpentina / serpentinaria, viperina, dracontea; Latin: Dracunculus vulgaris; Ottoman Turkish: ییلان یاصدغی; Persian: فیل گوش; Serbo-Croatian: zmijinac, zmijavčica and zmijavičica; Spanish: dragontea, zumillo, dragoneta; Turkish: yılan yastığı