δρακοντιά

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Greek Monolingual

η και δρακόντιο, το (Α δρακοντία, η)
βοτ. ονομασία του φυτού δρακούνκουλος ο κοινός, φιδόχορτο.

Translations

Dracunculus vulgaris

Arabic: لُوف الحَيّة‎, لُوف الجَعْد‎, لُوف جَعْدِيّ‎, لُوف أَرْقَط‎, لُوف كَبِير‎, صَرَّاخَة‎, فِيلْجُوش‎, طُرْقُنْطِيَة‎ / طَرْقِنْطِيَة‎, خُبْز الْغُرَاب‎, دْرَاقُنْطِيُون‎, قُلُبْرِيَالَّة‎; Catalan: dragoneta, colobra, dragontina, dragontea, serpentària; Finnish: kreikanlohikäärmevehka; French: gouet, serpentine / serpentaine / serpentaire, coulevrée; German: Drachenwurz; Greek: δρακοντιά; Ancient Greek: ἀγχομανές, ἄμι ἄγριον, ἄρον, ἀρωνία, ἀσκληπιάς, αὔγειον, ἄφρισσα, δορκάδιον, δρακοντία μεγάλη, δρακόντιον; Latin: dracunculus, colubrina, serpentina / serpentinaria, viperina, dracontea; Latin: Dracunculus vulgaris; Ottoman Turkish: ییلان یاصدغی‎; Persian: فیل گوش‎; Serbo-Croatian: zmijinac, zmijavčica and zmijavičica; Spanish: dragontea, zumillo, dragoneta; Turkish: yılan yastığı