Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δρακόντιο

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

και δρακόντι, το (Α δρακόντιον)
1. ζωολ. παρασιτικός νηματώδης σκώληκας που προκαλεί στον άνθρωπο την ασθένεια δρακοντίαση
2. βοτ. δρακοντιά
3. είδος ψαριού, δρακόνι
4. φρ. ως επίθ. «δρακόντιο αίμα» — κόκκινη βαφή, κιννάβαρι
αρχ.
1. το υποκορ. του δράκος
2. τα δρακόντια
είδος σύκων.