βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
και δράκα, η (AM δράξ)
1. όσο ποσό μπορεί να χωρέσει στο κοίλο μέρος του χεριού, δράγμα
2. παλάμη, χούφτα.
δραξ: δρᾰκός ἡ горсть (πηλοῦ Batr.).