δρομόμετρο

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

το
όργανο με το οποίο μετριέται η ταχύτητα πλοίου (ή σιδηροδρόμου ή αεροπλάνου) καθώς και η απόσταση που διήνυσε σε ορισμένο χρόνο.