δυνάστευμα
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
-ατος, τό, in plural, natural resources, τὰ δ. τοῦ Αιβάνου LXX 3 Ki.2.46c.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
plu. recursos naturales διανοίγειν τὰ δυναστεύματα τοῦ Λιβάνου LXX 3Re.2.46c.
German (Pape)
[Seite 673] τό, Reich, Provinz, LXX.
Greek Monolingual
το (AM δυνάστευμα) δυναστεύω
νεοελλ.
καταδυνάστευση, δεσποτεία
αρχ.
1. η αποδοτικότητα ενός τόπου σε φυσικό πλούτο
2. οι φυσικοί πόροι ενός τόπου.