δυσαρμονικός

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό(ν)
αυτός που βρίσκεται σε δυσαρμονία ή προκαλεί δυσαρμονία.