δυσαρμονικός

From LSJ

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό(ν)
αυτός που βρίσκεται σε δυσαρμονία ή προκαλεί δυσαρμονία.