δυσεξιχνίαστος

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δύσκολα εξιχνιάζεται ή ανακαλύπτεται
2. δυσνόητος.