δωδεκατημόριο

From LSJ

κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal

Source

Greek Monolingual

το (AM δωδεκατημόριον)
το ένα δωδέκατο συνόλου
νεοελλ.
το ένα δωδέκατο τών ετήσιων πιστώσεων του προϋπολογισμού του κράτους
αρχ.
1. καθένα σημείο του ζωδιακού κύκλου
2. αυτός που αποτελείται από δώδεκα μέρη.