δόρατος

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source

French (Bailly abrégé)

gén. de δόρυ.

Greek Monotonic

δόρᾰτος: γεν. του δόρυ.

Russian (Dvoretsky)

δόρᾰτος: gen. к δόρυ.