δόρπιον

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source

Spanish (DGE)

-ου, τό
cena Hp. en Erot.Fr.18 (var. antigua de δορπηστός Hp.Epid.5.22).

Greek Monolingual

δόρπιον, το (Α)
η ώρα του δείπνου.