ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
-ου, τό
cena Hp. en Erot.Fr.18 (var. antigua de δορπηστός Hp.Epid.5.22).
δόρπιον, το (Α)
η ώρα του δείπνου.