δόρπιον

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Spanish (DGE)

-ου, τό
cena Hp. en Erot.Fr.18 (var. antigua de δορπηστός Hp.Epid.5.22).

Greek Monolingual

δόρπιον, το (Α)
η ώρα του δείπνου.