εγκαθίδρυση

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἐγκαθίδρυσις)
1. εγκατάσταση, τοποθέτηση
2. (για πολιτεύματα, θεσμούς κ.λπ.) το να τεθεί σε ισχύ ή λειτουργίαεγκαθίδρυση δικτατορίας»).