σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(AM ἐγκλύζω)πλένω το εσωτερικόαρχ.1. υγραίνω, μουσκεύω2. θεραπεύω με υποκλυσμούς.