εγκλύζω

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

(AM ἐγκλύζω)
πλένω το εσωτερικό
αρχ.
1. υγραίνω, μουσκεύω
2. θεραπεύω με υποκλυσμούς.