εγκυμονώ

From LSJ

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐγκυμονῶ)
κυοφορώ
νεοελλ.
«εγκυμονώ κινδύνους»
(για κατάσταση, ενέργεια κ.λπ.) κρύβω κινδύνους (όχι φανερούς στους πολλούς) οι οποίοι θα ξεσπάσουν στην ώρα τους.