εγκόσμιος

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-ια, -ιο (AM ἐγκόσμιος, -ον και -α, -ον)
1. επίγειος, κοσμικός (σε αντίθεση με τον επουράνιο)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εγκόσμια
τα επίγεια αγαθά
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκόσμια
τα στολίδια.