γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ἐθελόπορνος, -ον (Α)ἡ ἐθελόπορνοςαυτή που παραδίνεται με τη θέληση της στην πορνεία.