εθνογράφος

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

ο
ο ειδικός στην εθνογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθαν. Χριστόπουλο].