εικότως

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

εἰκότως επίρρ. (Α)
1. κατά πάσαν πιθανότητα
2. σωστά, δίκαια
3. εύλογα
4. είναι λογικό ή σωστό (συχνά σε συνεκφορά με το έχω) («σθένειν τὸ θεῖον μᾶλλον εἰκότως ἔχει», Ευρ.).