ειλητάριο
From LSJ
Greek Monolingual
το (Μ εἰλητάριον)
μακρόστενη περγαμηνή που περιείχε τη θεία Λειτουργία
νεοελλ.
η περγαμηνή με χωρία της Γραφής την οποία εικονίζονται να κρατούν διάφοροι Άγιοι
μσν.
1. περιτύλιγμα, δέμα
2. σχοινί για να δένουν τα σκυλιά.