εισχώρηση

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431

Greek Monolingual

η
είσοδος, εισροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εισχώρησις μαρτυρείται από το 1876 στον Κανονισμό ασκήσεων πεζικού].