εισχώρηση

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

η
είσοδος, εισροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εισχώρησις μαρτυρείται από το 1876 στον Κανονισμό ασκήσεων πεζικού].