εκάτερος

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἑκάτερος, -α, -ον)
1. κάθε ένας από τους δύο χωριστά, από μόνος του
2. έκαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έκαστος, αν αναλυθεί σε έκα-στος + επίθημα -τερος (πρβλ. έτερος, πότερος κ.ά.)].