εκζέω

From LSJ

ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying

Source

Greek Monolingual

ἐκζέω (AM)
βράζω
αρχ.
1. εξέρχομαι ορμητικά
2. εκδηλώνομαι απότομα, ξεσπώ
3. (ιδ. για σώμα) εμφανίζω κάτι σε όλη μου την επιφάνεια
4. ζυμώνομαι
5. παθ. ἐκζέομαι
βράζομαι ώσπου να σχηματιστεί ρόφημα.