εκκινώ
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(-έω) (AM εκκινῶ)
ξεκινώ, αρχίζω να μετακινούμαι
νεοελλ.
αναγκάζω κάτι να ξεκινήσει
αρχ.
1. βγάζω έξω, αναγκάζω να βγει από την κρύπτη
2. ερεθίζω, εξάπτω.